-
1 считать
1. (пересчитывать) μετρώ, λογαριάζω 2. (рассматривать) θεωρώ, νομίζω, κρίνωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > считать
-
2 документ
-а α.1. έγγραφο, γραπτό, χαρτί, ντοκουμέντο•оправдательный документ δικαιολογητικό έγγραφο•
документ признанный недействительным το έγγραφο θεωρήθηκε άκυρο (μη πραγματικό)•
секретный документ μυστικό έγγραφο•
исторический -ιστορικό ντοκουμέντο.
2. πιστοποιητικό• δελτίο ταυτότητας, ταυτότητα•предъявлять свой документ δείχνω την ταυτότητα μου•
проверка -ов έλεγχος των εγγράφων•
выправить себе документ (απλ.) βγάζω ταυτότητα.